Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2018

Γιώργος Μαυρομάτης : Για τον σύγχρονο κομμουνιστικό φορέα και πρόγραμμα.


Παρέμβαση του Γιώργου Μαυρομάτη,μέλους του ΚΣΟ της Αριστερής Συσπείρωσης στο  ιστορικό-θεωρητικό διήμερο :
"100 χρόνια-Η ιστορική πορεία του κομμουνιστικού κινήματος και η προοπτική του". (πολυχώρος Μολυβι 11/11/2018) στην εκδήλωση για το πρόγραμμα και κόμμα.


Με θέμα :

Η συγκρότηση του σύγχρονου επαναστατικού κόμματος και προγράμματος. Αναγκαίος όρος στον δρόμο για την αντικαπιταλιστική ανατροπή.

Το κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα στο σήμερα, και ο κεντρικός τους ρόλος στην ανάπτυξη των μορφών οργάνωσης της εργατικής τάξης και της πάλης ενάντια στο κεφάλαιο. Η αναγκαία συμβολή ενός σύγχρονου επαναστατικού κόμματος στη χάραξη του δρόμου για την αντικαπιταλιστική ρήξη και την εργατική χειραφέτηση.

Για τον σύγχρονο κομμουνιστικό φορέα και πρόγραμμα.

Το πλαίσιο: Ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και κρίση Δέκα χρόνια μετά τη μεγάλη ύφεση

Η συζήτηση για το σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα, αναπτύσσεται την τελευταία διετία με νέα δυναμική και εντάσσεται στο πλαίσιο που άνοιξε με την έκρηξη της μεγάλης παγκόσμιας κρίσης του 2008 η οποία συνεχίζει μέχρι και σήμερα να αντιστέκεται στις θεωρίες της κυκλικότητας και να επηρεάζει την παγκόσμια οικονομία. Η κρίση αυτή ανέδειξε το σύνολο των αδιεξόδων του σύγχρονου καπιταλιστικού μοντέλου συσσώρευσης και υπό συνθήκες έντονης κοινωνικής πόλωσης κλυδώνισε την νεοφιλελεύθερη ιδεολογική κυριαρχία όπως αυτή είχε διαμορφωθεί μέχρι το 2008, διαπερνώντας κοινωνικά στρώματα που βρέθηκαν στη δίνη του κυκλώνα, ξεμπροστιάζοντας την αδυναμία των κυρίαρχων οικονομικών θεωριών να προβλέψουν τόσο την έκρηξη όσο και την έκτασή της. Αναδείχθηκαν οι δομικές αδυναμίες του μοντέλου συσσώρευσης, με χαρακτηριστικά δομικής κρίσης της κερδοφορίας και υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου.

Η κυρίαρχη οικονομική θεωρία εξάντλησε τα όριά της, καθώς την αρχική υποτίμηση της κρίσης ως μία όψη χρηματιστηριακής κρίσης, ακολούθησε μία ακόμη όψη, εκείνη της κρίσης χρέους. Ως αντίδοτο εφαρμόστηκε ένα μείγμα οικονομικής πολιτικής κυρίως νεοφιλελεύθερης στην περιφέρεια των καπιταλιστικών κέντρων αλλά και ενός «νέου κεϋνσιανισμού» με την παροχή ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες για την τόνωση της ανάπτυξης, τη στήριξη των χρηματιστηριακών αξιών και κάποιες μορφές προστατευτισμού στις κεφαλαιακές μεταβιβάσεις στις καπιταλιστικές μητροπόλεις. Αυτό το εκρηκτικό μείγμα «εκκαθάρισης και μη εκκαθάρισης των αγορών», δεν οδήγησε στην έξοδο από την κρίση, ενώ και σήμερα οι παγκόσμιοι οικονομικοί δείκτες αναδεικνύουν τους φόβους μιας ακόμη βουτιάς. Αποτύπωση των προβληματισμών των κυρίαρχων κύκλων, αποτελούν οι προβλέψεις του ΔΝΤ που από το «Η ανάπτυξη ξαναρχίζει, οι κίνδυνοι παραμένουν» του 2012 φτάνουν το 2018 στο «Προκλήσεις για μια σταθερή ανάπτυξη» και «Χτίζοντας ένα κοινό μέλλον» ως απάντηση «στις απειλές για την παγκόσμια οικονομία εξαιτίας των εμπορικών πολέμων, του ρεκόρ δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, της μεταβλητότητας / έλλειψης πρόβλεψης των αγορών και των εύθραυστων γεωπολιτικών συσχετισμών» (βλ. ChristineLagarde).

Ακόμα περισσότερο, οι ίδιοι οικονομικοί κύκλοι παραδέχονται την αποδυνάμωση των «θεσμών», την έλλειψη εμπιστοσύνης για τη δίκαιη κατανομή του πλούτου, την πρόσβαση στην εργασία και το ασθενές πλέγμα προστασίας από τις κυβερνήσεις. Στις υπάρχουσες απειλές «slowburningchallenges» τις αποκαλούν, προσθέτουν τις επιπτώσεις στην παραγωγή εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, την εκμετάλλευση και γήρανση του πληθυσμού, τη χαμηλή χρηματοδότηση των συντάξεων, την ένταξη των γυναικών στην εργατική δύναμη, την αργή ενσωμάτωση της ψηφιακής οικονομίας και παραγωγής. Το σύνολο αυτών των αδυναμιών περιστρέφονται γύρω από τον πυρήνα της σφαίρας της παραγωγής και ακυρώνουν τις προσπάθειες ανάκαμψης της κερδοφορίας. Γνωρίζουν ότι τα παραδοσιακά μοντέλα, επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, παροχής ρευστότητας, ελεγχόμενης εκκαθάρισης των αγορών, προστατευτισμού βασικών τομέων της οικονομίας, μεταφοράς κεφαλαίων προς τα καπιταλιστικά κέντρα, δε μπορούν να επιλύσουν τη δομική κρίση του καπιταλισμού παρά να μετακινούν στο χρόνο τις εκρήξεις της.

Παράλληλα με την αδυναμία της καπιταλιστικής οικονομίας, αναδεικνύεται και μία κρίση στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα και την διάρθρωση των κρίκων της καθώς βρισκόμαστε στην αρχή μιας περιόδου μεγάλων αναταραχών και πιθανά αποδιάρθρωσης, ενώ η κρίση διαπερνά και το εσωτερικό κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών σχηματισμών όπως αυτού της ΕΕ. Με το ξέσπασμα της κρίσης, η ΕΕ βρέθηκε σε μια απρόσμενη κρίση με πολλαπλά χαρακτηριστικά. Η έκρηξη της λαϊκής αγανάκτησης απέναντι στο ασφυκτικό ζουρλομανδύα (χρυσό τον αποκαλού συγγραφείς όπως ο ThomasFriedman) της οικονομικής της πολιτικής του €, οι ενδοιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί στο εσωτερικό της με κυρίαρχο το γερμανικό κεφάλαιο, η άνοδος του φασισμού και η ανάδειξή του ως εναλλακτικού πολιτικού σχεδίου επιβολής της καπιταλιστικής κυριαρχίας, απόκρουσης ή και ενσωμάτωσης της κοινωνικής έκρηξης, ανέδειξαν την ΕΕ ως το μεγάλο ασθενή της περιόδου. Οι προσπάθειες εξόδου από την κρίση είχαν το χαρακτήρα μίας νομισματικής επέκτασης για να τονωθούν οι βιομηχανικά ισχυρές ηγεμονίες στο εσωτερικό της και σκληρών προγραμμάτων λιτότητας ώστε να μειωθεί το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της περιφέρειας με όπλο την εσωτερική υποτίμηση. 

Το αποτέλεσμα της επιβολής αυτής της πολιτικής ήταν η ενεργοποίηση ρευμάτων δυσαρέσκειας, που επέτειναν την κρίση στο εσωτερικό της , μαζί με τους ανταγωνισμούς των ηγεμονικών εθνικών μερίδων μεταξύ τους αλλά και τη σύγκρουση με άλλους κυρίαρχους ιμπεριαλισμούς. Έτσι, η κρίση στο εσωτερικό της ΕΕ δεν έχει φτάσει στον πάτο της. Εκεί όπου απέναντι στον οικονομικό ζουρλομανδύα αναδεικνύεται ένα εναλλακτικό αστικό σχέδιο καπιταλιστικής ανάπτυξης (πχ Βρετανία) οι λαϊκές μάζες προσβλέπουν προς αυτό. Διαφορετικά, η έλλειψη από τη μεριά της αστικής τάξης αυτού του σχεδίου, μετατοπίζει εργατολαϊκά στρώματα προς τα αριστερά σχέδια διαχείρισης (περίπτωση Ελλάδας, Πορτογαλλίας κλπ), και ενισχύει φασιστικά σχήματα και την ακροδεξιά , τόσο στην περιφέρεια όσο και στον πυρήνα.

Η ελληνικός καπιταλισμός εντάσσεται στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα της ΕΕ σε υποβαθμισμένη θέση, και αντιστοιχεί σε κατώτερης τεχνολογίας και αξίας προϊόντα. Ωστόσο, απολαμβάνει η αστική τάξη την προστασία της από το λαϊκό παράγοντα μέσω της μεταβίβασης λειτουργιών του κράτους και θωράκισις του από το λαϊκό παράγοντα σε αδιαφανείς μηχανισμούς, ενώ χρησιμοποιεί τα πακέτα οικονομικής ρευστότητας για να διασφαλίζει κοινωνική αποδοχή και συμμαχίες και να τονώνει την κατανάλωση (καταναλωτικός χαρακτήρας της ελληνικής οικονομίας). 

Η θέση αυτή δημιουργεί συνθήκες ανακύκλωσης της κρίσης, καθώς εξαιτίας της ασυμμετρίας στη δομή της ζώνης € επιβαρύνεται το ισοζύγιο συναλλαγών και αποσπάται αξία από την ελληνική οικονομία η οποία μεταβιβάζεται προς τα κέντρα υψηλότερης παραγωγικότητας, ενώ επιδρά και στον καταμερισμό εργασίας στην ΕΕ. Σε αυτό το περιβάλλον η ελληνική αστική τάξη, αναζητά την αναβάθμισή της στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, αξιοποιώντας επικίνδυνα το γεωστρατηγικό χώρο και προσπαθεί να αποτελέσει πεδίο μέσα στο οποίο συγκρούονται ισχυρότεροι ιμπεριαλισμοί τζογάροντας στη υπεροχή του αμερικανικού κυρίως και δευτερευόντως ευρωπαϊκού κεφαλαίου, ενώ επιχειρεί να διατηρήσει ανοιχτές τις προσβάσεις κυρίως με την Κίνα. 

Η τοποθέτηση αυτή ενέχει ρίσκο, και επιβαρύνεται από την περίοδο εμπορικού πολέμου μεταξύ των ισχυρότερων οικονομιών. Έχει δύο άξονες. Την ενσωμάτωση των Βαλκανίων στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, για την οποία απαιτούνται συμβιβασμοί και ρήξεις που διαμορφώνουν εκρηκτικές συνθήκες στο εσωτερικό των χωρών οι οποίες εμπλέκονται, και το άνοιγμα και προστασία ενός εναλλακτικού ενεργειακού διαδρόμου, με τη φιλοδοξία να αποτελέσει η περιοχή στρατηγικό διαμετακομιστικό κόμβο αλλά και παραγωγό ενεργειακών προϊόντων για τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό. Η στρατηγική αυτή έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα σημαντικών περιφερειακών δυνάμεων αλλά και ισχυρών στρατιωτικά, που μπορεί να οδηγήσουν σε επικίνδυνες διενέξεις και απρόβλεπτες εξελίξεις. Το τζογάρισμα δε στην αμερικανική βοήθεια για την προστασία ή το μοίρασμα σε τέτοια περίπτωση είναι ιστορικά επικίνδυνο και γίνεται πάντοτε προς καταστροφή των λαϊκών στρωμάτων στην Ελλάδα, ενώ ιστορικά η ελληνική αστική τάξη έχει αποδείξει ότι για την ιστορική της αναπαραγωγή δε διστάζει να αξιοποιήσει ακόμα και εθνικές ήττες.

Απέναντι σε αυτές τις προκλήσεις το λαϊκό και εργατικό κίνημα στην Ελλάδα και διεθνώς έχει σήμερα, μετά από μία περίοδο έντονης παρουσίας στο προσκήνιο, υποχωρήσει σημαντικά , δεχόμενο σημαντικές ήττες, ενώ οι δυνάμεις κομμουνιστικής αναφοράς αν και απόγονοι του ιστορικού ρεύματος που κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ιστορικών στιγμών και κρίσεων δώσανε τις πειστικότερες και αποτελεσματικότερες πολιτικές στα εργατολαϊκά στρώματα και απαντήσεις στην ηγεμονία του κεφαλαίου, σήμερα αδυνατούν να παραδεχτούν και να αποτιμήσουν της ήττα τους (υιοθετώντας είτε υπό το καθεστώς της ήττας στον εμφύλιο, είτε της χούντας, είτε με την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, μια κουλτούρα κατευνασμού, συμβιβασμού και αποφυγής των ρήξεων και συγκρούσεων από μεριά του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας). Τα δε κομμάτια της κομμουνιστικής νεολαίας αλλά και των μεταβατικών πολιτικών οργανώσεων επαναστατικής κατεύθυνσης, που ξεπηδούν από την τομή του Πολυτεχνείου και μετά (ωστόσο, οι παθογένειες αφορούν και στις οργανώσεις που δραστηριοποιούνται και πριν από τη χούντα τη δεκαετία το ’60, στον ίδιο βαθμό) ιστορικά αδυνατούν να πολιτικοποιήσουν και ενώσουν με ευρύτερες διεκδικήσεις σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο τις αξιοσημείωτες εκρήξεις νεολαιίστικης αμφισβήτησης αφήνοντας μετέωρη και τελικά εγκαταλείποντας στην ενσωμάτωση τμήματα νεολαιίστικης διαφοροποίησης. 

Η αδυναμία απάντησης, τα μοντέλα διαχείρισης και ενσωμάτωσης , οι αυταπάτες και το τσαλαβούτημα στα μονοπάτια του κοινοβουλευτισμού και της σωτηρίας μαζί με κομμάτια του κεφαλαίου στο δόγμα να σώσουμε τον μικρό εθνικό καπιταλισμό μας για να σώσουμε και τους εργαζόμενους μετά, φανερώνουν την πολιτική και ιδεολογική κατάρρευση, την έλλειψη εμπιστοσύνης και την ηττοπάθεια που έφεραν η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, της πρώτης δηλαδή απόπειρας οικοδόμησης σοσιαλιστικών κρατών και λαϊκών δημοκρατιών ανεξάρτητα από την ιστορική τους πορεία και την κριτική στο οικοδόμημα, και η ενσωμάτωση των ρευμάτων που γεννήθηκαν από το Μάη του ’68, τη λαϊκή πάλη ενάντια στις χούντες σε Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία , τους εργατικούς αγώνες στα εργοστάσια της Γαλλίας, Ιταλίας κλπ.

Φανερώνει και τη φτώχια , σε μια προσπάθεια διαχωρισμού από τις «παραδοσιακές» πολιτικές πρακτικές των παλαιών κομμουνιστικών κομμάτων και αναζήτησης κάθε τι «ΝΕΟΥ» , σε επίπεδο θεωρίας και δράσης που οδήγησε τελικά σε έλξη και το συγνωτισμό με τα ιστορικά ρεύματα του αναρχισμού και της σοσιαλδημοκρατίας. Το στοιχείο που αποτέλεσε το πλεονέκτημα του κομμουνιστικού κινήματος, το πρόγραμμα , που βρίσκεται στο κέντρο του κομμουνιστικού κόμματος, του κόμματος νέου τύπου του Λένιν, παραδόθηκε και συνεχίζει να υποτιμάται σε ένα σχέδιο σοσιαλδιαχείρισης στο οικονομικό σκέλος, και μοντερνισμού στα πολιτικά/κοινωνικά δικαιώματα με την ανάδειξη της υπό αστική ηγεμονία διαφορετικότητας όσον αφορά στις επιδιώξεις των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων. 

Κάτω από αυτούς τους νεωτερισμούς υποτιμήσαμε και τελικά παραδώσαμε σε σοσιαλ-φιλελεύθερα αριστερά κομμάτια, τον αγώνα για την τιμή και τους όρους πώλησης της εργασιακής δύναμης, το βασικό πυλώνα συγκρότησης της εργατικής τάξης, και προϋπόθεση για να συνδεθεί η διεκδίκηση με την προοπτική της κατάργησης της μισθωτής εργασίας. Η διεκδίκηση των όρων πώλησης της μισθωτής εργασίας, παραδόθηκαν στον κοινοβουλευτισμό και τη συνδικαλιστική ανάθεση, όχι μετά από ήττα αλλά μετά από αποχώρηση από τον αγώνα, με υπερμοντέρνες και υπεραριστερές κραυγές. Αντικαταστάθηκε σε μεγάλο βαθμό ο πυλώνας αυτός από εναλλακτικά συμπληρωματικά κινήματα και διεκδικήσεις , που την εποχή της κρίσης και μετέπειτα της υποχώρησης οδήγησαν εργατολαϊκά στρώματα στην παραίτηση , στη μετανάστευση, στον εγκλωβισμό τους στο ΤΙΝΑ. Αυτή η έλλειψη αυτοπεποίθησης της αριστεράς και συνεπώς η ανυπαρξία διαλεκτικής σχέσης με τις εργατικές και λαϊκές διεκδικήσεις ενισχύει το φαινόμενο της ηττοπάθειας και περιορίζει τη δυναμική της.

Η ανάγκη λοιπόν της επανα-θεμελίωσης ενός σύγχρονου κομμουνιστικού προγράμματος έχει διττό χαρακτήρα. Αποτελεί το νήμα που συνδέει και προσανατολίζει τις πολιτικές παρεμβάσεις κυρίως πάνω στο ζήτημα της πώλησης της εργασιακής δύναμης με την προοπτική της κατάργησης της μισθωτής εργασίας. Αναγνωρίζει το ρόλο της κρατικής υπόστασης και του ιστορικού πολέμου εντός συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού, ιστορικής περιόδου, και τοποθετεί τη μάχη αυτή στις συνθέσεις και αντιθέσεις του ιμπεριαλισμού, την τοποθέτηση του ελληνικού καπιταλισμού στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Όχι για να παραπέμψει τα ζητήματα και τη μάχη στο σοσιαλισμό (ως ανάκληση της «δευτέρας παρουσίας») ή πολύ περισσότερο για να αναγνωρίσει την ανωριμότητα ή τις αδυναμίες της εργατικής τάξης και να αποχωρήσει από τη μάχη αλλά για να προετοιμάσει τη διεξαγωγή της βάναυσης επαναστατικής διαδικασίας μέχρι το τέλος, με πρωτοβουλία της εργατικής τάξης και πρωτοπορίας αναλαμβάνοντας την ιστορική ευθύνη. 

Παράλληλα μετασχηματίζει εκείνες τις πολιτικές συλλογικότητες που το προωθούν από φορείς ιδεολογικής πολιτικής ζύμωσης με περιορισμένες δυνατότητες εμπλοκής και καθοδήγησης κοινωνικών στρωμάτων σε πραγματικούς φορείς κοινωνικοπολιτικών πρωτοβουλιών, καταλύτες και ατμομηχανές των εργατικών και λαϊκών διεκδικήσεων. 

Το κομμουνιστικό πρόγραμμα έχει μία δυναμική. Δεν αποτελεί τη πάγια «συνταγή», αλλά ακολουθεί το κάθε βήμα του κινήματος ή καλύτερα το καθοδηγεί, και προσαρμόζεται στις εξελίξεις και τις ανάγκες της ταξικής πάλης παρεμβαίνοντας σε αυτή χωρίς να ξεφεύγει από τους βασικούς άξονες και να απεμπολεί τον πυρήνα των διεκδικήσεων του. Η διαδικασία αυτή, εμπλουτίζει και μετασχηματίζει τις συλλογικότητες από μεταβατικά προπλάσματα σε πραγματικούς μάχιμους πολιτικούς οργανισμούς και τους ετοιμάζει για τη σύγκρουση σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο με την αστική κυριαρχία και τη μάχη για την πολιτική εξουσία. Ταυτόχρονα ωριμάζει και πολιτικοποιεί την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα και τα προετοιμάζει για την αδυσώπητη εισβολή τους στο προσκήνιο και την μάχη για την εξουσία. Είναι το στοιχείο σύνδεσης της στρατηγικής με την τακτική, και αποτελεί τον αναγκαίο κόμβο για να γίνει πράξη ο πόλεμος για την ανατροπή του καπιταλισμού και τη μετάβαση στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό.

Από το σημείο αυτό απέχουμε αρκετά ακόμη… 

Δεν υπάρχουν σχόλια: