Του Διονύση Κλάδη
(αναδημοσίευση απο το 2ο Τεύχος της Εφημερίδας της Αριστερής Συσπείρωσης Αριστερή Ανατροπή)
(αναδημοσίευση απο το 2ο Τεύχος της Εφημερίδας της Αριστερής Συσπείρωσης Αριστερή Ανατροπή)
Με αφορμή τις όλο και πιο συχνές Ρατσιστικές επιθέσεις που δέχονται αθλητές , ρατσιστικά ρατσιστικά σχόλια και ναζιστικούς χαιρετισμούς από αθλητες και γενικότερα την έξαρση του φασισμού και του ρατσιμού στους αθλητικούς χώρους ανοίγει πιο έντονα το κεφάλαιο του ρατσισμού μέσα στον αθλητισμό όπως άλλωστε και στην κοινωνία γενικότερα. Συγκεκριμένα στο χώρο του αθλητισμού το κομμάτι των ρατσιστικών – φασιστικών επιθέσεων τυγχάνει πιο εξόφθαλμης έξαρσης σε σχέση με την κοινωνία καθώς και βρίσκει πιο άμεσο και μαζικό ακροατήριο καθώς ένα σύνθημα με ρατσιστικό υπονοούμενο (ενίοτε και άμεση επίθεση) εύκολα αναπαράγεται σε μια λογική “κερκίδας” και αποδοκιμασίας του αντιπάλου. Το φαινόμενο των ρατσιστικών επιθέσεων είναι δεν είναι καινούριο και δεν περιορίζεται σε αθλήματα που χαίρουν ενασχόλησης. Οι ρατσιστικές επιθέσεις ενάντια σε αθλητές είναι φαινόμενο που απαντάται στην αθλητική ιστορία με κραυγαλέα γεγονότα κυρίως στην περίοδο του Μεσοπολέμου, όπου και το φασιστικό παραλήρημα ήταν γενικό φαινόμενο.
Στους Ολυμπιακούς αγώνες του Βερολίνου 1936 που έγιναν στην φασιστική τότε Γερμανία,, η Γερμανική ομάδα ετοιμάστηκε κατάλληλα ώστε να κερδίσει έναν μεγάλο αριθμό μεταλλείων ώστε να αποδειχτεί στην πράξη η «ανωτερότητα» της άριας φυλής, ο Τζέσε Όουενς κέρδισε 4 χρυσά μετάλλια προκαλώντας την οργή του Χίτλερ ο οποίος εγκατέλειψε το στάδιο κατά την απονομή, στην οποία ο Ολυμπιονίκης ήταν ο μόνος που δεν χαιρέτησε φασιστικά κατά την διαδικασία. Βεβαια ο Όουενς δεν έτυχε και της καλύτερης υποδοχής μετά την επιστροφή του στην Αμερική αφού έγινε δέκτης ακόμα μιας ρατσιστικής επίθεσης αλλά και κατάφωρης αδικίας, αφού ο τίτλος του αθλητή της χρονιάς δόθηκε στον λευκό αθλητή που πήρε το χρυσό στο δέκαθλο.
Μερικά χρόνια μετά στους Ολυμπιακούς αγώνες της Πόλης του Μεξικού το 1968. Οι Αμερικανοί Τόμι Σμίθ και Τζόν Κάρλος κατέκτησαν το χρυσό και χάλκινο μετάλλιο αντίστοιχα, στα 200μ. Οι δύο Ολυμπιονίκες που ήταν μέλη του αντιρατσιστικού κι αντιιμπεριαλιστικού κινήματος Μαύροι Πάνθηρες, κατά την απονομή των μεταλλίων ανέβηκαν στο βάθρο χωρίς παπούτσια και στην ανάκρουση του Εθνικού Ύμνου ύψωσαν την γροθιά τους, θέλοντας να δείξουν την αντίδραση τους για την φτώχεια και τον ρατσισμό που επικρατούσε. Η Αμερικανική Ολυμπιακή Επιτροπή τους απέσυρε αμέσως από τους αγώνες και χρειάστηκε να περάσουν 30 ολόκληρα χρόνια για να τους τιμήσει για αυτή τους την ενέργεια.
Τα αθλητικά γεγονότα χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό για τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης από τα καθημερινά προβλήματα της κοινωνίας. Στην χώρα μας η ευρωπαϊκή πορεία του Παναθηναϊκού την περίοδο 1971-72 λειτούργησε σαν ηρεμιστικό της κοινωνίας ενάντια στην χούντα των Συνταγματαρχών. Ο Παναθηναϊκός έχοντας κατά γενική ομολογία μια πάρα πολύ καλή ομάδα κατάφερε με την εύνοια της χούντας των Συνταγματαρχών να φτάσει στον τελικό του Γουέμπλεϊ εδραιώνοντας μια ψευδεπίγραφη εθνική ενότητα ενώ παράλληλα έδιδε στην δικτατορία ένα προσωπείο κοινωνικής αποδοχής.
Τα παραδείγματα φυσικά δεν τελειώνουν εδώ, καθώς εύκολα μπορεί κάποιος να θυμηθεί και τις περιπτώσεις του “ανεπιθύμητου” Κρόιφ από το καθεστώς της Αργεντινής στο Μουντιάλ του 1978, αλλά και όχι πολύ μακριά, αρκεί να αναρωτηθεί κανείς γιατί ο Βασίλης Χατζηπαναγής δεν αγωνίστηκε στην Εθνική Ελλάδος. Ακόμα οι ρατσιστικές επιθέσεις που δέχτηκαν λόγω του χρώματός τους και της σοματοδομής τους είναι κάτι που το βλέπουμε σχεδόν καθε Κυριακή. Ενδεικτικά οι κραυγες που ακούγονταν προς τους Τζιμπριλ Σισε και Μάικ Μπατίστ και τα απαξιωτικά σχόλια προς τον Σοφοκλή Σχορτσιανίτη. Το παράδοξο έιναι οτι οι οπαδοί αποθέωναν τους «δικούς τους» έγχρωμους παίχτες.
Μελετώντας τα φαινόμενα ρατσισμού ενάντια σε αθλητές από τις προηγούμενες δεκαετίες μέχρι και το σήμερα θα προσπαθήσουμε να δούμε τους λόγους που αναπτύχτηκε ο ρατσισμός στους αθλητικούς χώρους και ακόμα περισσότερο στις εξέδρες των αθλητικών χώρων. Αρχικά, ο τρόπος με τον οποίο προβάλλεται το αθλητικό ιδεώδες κυρίως από τα ΜΜΕ, κάθε άλλο παρά αναδεικνύει τον κυρίαρχο παράγοντα, δηλαδή τον αθλητή, αλλά επισφραγίζει την ανωτερότητα του νικητή. Από μόνο του αυτό το γεγονός γεννά μια ψευδεπίγραφη αντίθεση μεταξύ των συμβαλλόμενων, είτε ομάδων, είτε αθλητών, υποστηρικτών κλπ. Το φαινόμενο αυτό διογκώνεται όσο μιλάμε για αθλήματα μαζικής αποδοχής όπου το θέαμα καθίσταται υποκατάστατο της εμπορικής του αξίας ή ακόμα και κοινωνικοπολιτικών επιδιώξεων. Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι παρόλο που στον αθλητισμό προφανώς υπάρχει η έννοια της ήττας ή της μη καλής απόδοσης, το γεγονός αυτό, καθότι είναι φυσιολογικό και αναμενόμενο δεν γεννά a priori φασιστικά ιδεολογήματα. O χουλιγκανισμός είναι έκφραση φασιστικής νοοτροπίας και πρακτική, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν είναι συνειδητή φασιστική πράξη σαν αποτέλεσμα ιδεολογίας. Δηλαδή η φασιστική ιδεολογία έρχεται μετά σαν αποτέλεσμα με τις εκφρασμένες χουλιγκάνικες πρακτικές και το στοιχείο αυτό χρειάζεται ιδιαίτερης προσοχής γιατί ο φασισμός βρίσκει έτοιμο στρωμένο χαλί και το μόνο που έχει να κάνει είναι να δώσει ιδεολογική κάλυψη σε αυτές τις πρακτικές που είναι δικές του. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για δίαφορες άλλες ομάδες όπως μαθητών στο σχολείο ή παιδιών στη γειτονιά, που συμμοριοπούνται με κοινό στοιχείο την απειλή και επιβολή βίας σε άλλα πιο αδύνατα παιδιά.
Το πως πραγματικά όμως γεννάται ο φασισμός μέσα στον αθλητισμό και πως μεταφέρεται από την κοινωνία είναι πολυδιάστατο ζήτημα. Επιγραμματικά, το σύνθημα citius altius fortius, έχει επιφορτισθεί με εθνικιστικά – τοπικιστικά ιδεώδη, φυλετικούς διαχωρισμούς και σε ευρύτερη και εξίσου επικίνδυνη κλίμακα με κοινωνικό – οικονομικό status quo. Ως εκ τούτου, όσο ο αθλητισμός στον καπιταλιστικό σύστημα διαποτίζεται από τα παραπάνω χαρακτηριστικά, τόσο θα θρέφει και θα αναπαράγει ρατσιστικές συμπεριφορές αλληλοκατηγορούμενες από το συνολικό πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο. Πιο απτά, η προβολή ενός θεάματος κέρδους, διαφημίσεων ψεύτικων ιδανικών και ειδώλων που μέσω του αθλητισμού αποκτούν πολιτική επιρροή , δημιουργούν μια λαθεμένη προβολή του αθλητισμού, προς όφελος πάντα της κυρίαρχης ιδεολογίας. Η προπαγάνδα και η συστηματική – συστημική παραπληροφόρηση οδηγούν στο αφιονισμό του πλήθους και κάνουν τις μεγάλες μάζες των οπαδών πιο ευάλωτες στην ανάπτυξη και στην διασπορά των ρατσιστικών ιδεών.
Στην έξαρση φυσικά του ρατσισμού στον αθλητισμό συμβάλει και η γενικότερη κοινωνική κατάσταση. Η αυξανόμενη ανεργία και τα συνεπαγόμενα σε αυτήν οικονομικά προβλήματα προκαλούν μια γενικότερη κοινωνική αγανάκτηση η οποία δυστυχώς μετατρέπεται σε εκτονωτική βία στα γήπεδα. Τα γήπεδα σήμερα αποτελούν τον καλύτερο χώρο για για αποφόρτιση και η γενικότερη εκτόνωση των πληττόμενων κοινωνικών στρωμάτων. Την τάση αυτή εκμεταλλεύεται το καπιταλιστικό σύστημα σε πρώτη φάση για να μετριαστεί και να διαχυθεί η κοινωνική οργή. Επιπρόσθετα δημιουργούνται πυρήνες αντίδρασης που λειτουργούν και ως αποσβεστήρες κοινωνικών αντιδράσεων και πολύ περισσότερο τροχοπέδη στην όποια ανάπτυξή τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της παραπάνω μεθόδευσης αποτελεί η αξιοποίηση φασιστικών πυρήνων οπαδών από το κράτος σε επίπεδο παρακράτους.
Στο σήμερα, σε γενικές γραμμές παρά τις επίσημες διακηρύξεις των αθλητικών ομοσπονδιών, τα φαινόμενα ρατσιστικής βίας στους αθλητικούς χώρους, όλο και αυξάνονται ακολουθώντας προφανώς την άνοδο των εθνικιστικών ιδεολογημάτων κυρίως ανά την Ευρώπη. Ενδεικτικά αναφέρονται τα παρακάτω:
Στην αναμέτρηση των εθνικών Ελπίδων μεταξύ Αγγλίας και Σερβίας, τον φετινό Οκτώβρη, μετά την νίκη της ομάδας της Αγγλίας οι παίχτες της δέχτηκαν επίθεση από τους Σέρβους οπαδούς αλλά και ρατσιστικές ύβρεις με κύριο στόχο τον Ντάνι Ρόουζ, ο οποίος όποτε έπαιρνε την μπάλα άκουγε κραυγές πιθήκων από τους φανατισμένους οπαδούς. Στο τέλος ο παίκτης δεν άντεξε και κλώτσησε την μπάλα στην κερκίδα με αποτέλεσμα να δεχτεί κόκκινη κάρτα και το γήπεδο να μετατραπεί σε αρένα.
Στις 27 Μαρτίου 2011 και η Εθνική ομάδα της Βραζιλίας αγωνίζεται στο Emirates Stadium με την αντίστοιχη ομάδα της Σκωτίας. Ο Νεϊμάρ μπαίνει στην περιοχή και στην προσπάθεια που κάνει για να σκοράρει, στα πόδια του βρίσκεται μια μπανάνα. Παρόμοια επίθεση δέχεται στις 22 Ιουνίου του 2011 και ο Ρομπέρτο Κάρλος όπου σε αγώνα του ρωσικου πρωταθήματος οι οπαδοι της αντιπάλου ομαδας του έριξαν μια μπαναν κατά την στιγμή της αλλαγής του.
Το Φεβρουάριο του 2005 , η Σαραγόσα υποδεχόταν την Μπαρτσελόνα σε αγώνα για το κύπελλο Ισπανίας. Ένας από τους ποδοσφαιριστές της Μπαρτσελόνα, ο γνωστός επιθετικός από το Καµερούν , Σάµουελ Ετό. Οι οπαδοί της γηπεδούχου οµάδας κάθε φορά που Ετό ακουμπούσε την μπάλα , έβγαζαν κραυγές σαν μαϊμούδες ενώ τραγουδούσαν αρκετές φορές φασιστικά εμβατήρια. Στο 60’ λεπτό του αγώνα όμως,ο Ετό αδυνατώντας πλέον να αντέξει την όλη συμπεριφορά των οπαδών, ήθελε να αποχωρήσει από τον αγωνιστικό χώρο. Ο διαιτητής καθώς και παίκτες και από τις 2 ομάδες δεν κατάφεραν να τον µεταπείσουν. Έτσι την ώρα που αποχωρούσε ο παίχτης, οι οπαδοί της Σαραγόσα χαιρετούσαν φασιστικά ολοκληρώνοντας την απαράδεκτη συμπεριφορά τους.
Πιο χαρακτηριστικό παραδείγματα της αναπαραγωγής ρατσιστικών ιδεολογημάτων στο χώρο του αθλητισμού αποτελεί ο σκληρός πυρήνας οπαδών της ιταλικής Lazio. Ενδεικτικά μόνο αξίζει να αναφερθεί ότι ομάδες των λεγόμενων laziali είναι αδελφοποιημένοι με οργανώσεις όπως η Χρυσή Αυγή και αντίστοιχα σε άλλες χώρες. Η γηπεδική συμπεριφορά χαρακτηρίζεται από πανώ του Μουσολίνι, ρατσιστικά συνθήματα και πανηγυρισμούς με φασιστικό χαιρετισμό, που ενίοτε ανταποκρίνονται και οι παίχτες (περίπτωση Paolo Di Canio).
Επιχειρώντας μια ολοκληρωμένη κριτική, παρατηρεί κανείς ότι ο ρατσισμός στον αθλητισμό ξεπερνά το επίπεδο του φυλετικού διαχωρισμού αλλά εγχαράσσει το ιδεολόγημα της ανωτερότητας σε μια σειρά παραγόντων που έχουν να κάνουν με την επιβολή του ισχυρού στον ανίσχυρο. Γίνεται επικίνδυνος γιατί καθιστά θεμιτή την αδιαμφισβήτητη υπεροχή του δυνατού στον αδύνατο, τρέφεται από τις κοινωνικές ανισότητες και τις αναπαράγει καλυμένες με τον μανδύα διαστρεβλωμένων ιδεολογημάτων. Η έκφραση του ρατσισμού στον αθλητισμό ξεπερνάει το χρώμα του δέρματος και εδραιώνει την αρία φυλή κατά το δοκούν. Όσο εύκολο τον αναγνωρίζουμε στις περιπτώσεις των Μαύρων Πανθήρων και των laziali, με την ίδια λογική οφείλουμε να δούμε και την αντίδραση της ομάδας μπάσκετ των ΗΠΑ όταν ηττήθηκε από την ΕΣΣΔ (Ολυμπιακοί Αγώνες Μόναχο 1972), τους αποκλεισμούς, τεχνητούς και μη, αθλητών ή ομάδων ή και σε επίπεδο κοινωνίας, τον εκφασισμό μερίδων οπαδών και πως εκφράζεται αυτό στις μεταξύ τους σχέσεις.
Τελειώνοντας, πρέπει να γίνει σαφές ότι παρά την διάβρωση του αθλητισμού από το όλο καπιταλιστικό σύστημα με την αναμενόμενη γέννηση ρατσιστικής βίας, ο χαρακτήρας του αθλητισμού δεν είναι με κανέναν τρόπο συνδεδεμένος με αυτά. Πρέπει και μπορούμε να εξαλείψουμε τον ρατσισμό από τον αθλητισμό υπό την σκοπιά της ολικής απαλλαγής του φαινομένου από την κοινωνία. Όσο υπάρχουν κοινωνικές και ταξικές αντιθέσεις ο φασισμός θα βρίσκει έδαφος στα γήπεδα με τη μορφή της ρατσιστικής βίας. Η αντίδραση μας σε όλες αυτές τις επιθέσεις δεν μπορεί να είναι άλλη από την καταπολέμηση των ρατσιστικών φαινομένων στους χώρους άθλησης αλλά και κατ επέκταση στη γειτονιά, σε χώρους εργασίας και στην κοινωνία γενικότερα.
Η μη πολιτικοποίηση της κοινωνίας σε μικρογραφία αναδεικνύεται με την μη πολιτικοποίηση των φιλάθλων. Οι χώροι άθλησης θα πρέπει να ξαναγίνουν χώροι συλλογικής έκφρασης της κοινωνίας. Δυστυχώς, οι εξέδρες των γηπέδων έχουν αποτελέσει και αποτελούν πρόσφορο έδαφος στρατολόγησης από φασιστικές οργανώσεις και δομήθηκαν εν πολλοίς πάνω σε αυτές τις πρακτικές.Ωστόσο η δικιά μας «εξυγίανση» δεν έχει να κάνει με το γεγονός ότι είμαστε υγιείς φίλαθλοι. Αντιμαχόμαστε τον ρατσισμό στον αθλητισμό και τον εκφασισμό της κοινωνίας γιατι μαχόμαστε για μια κοινωνία χωρίς αντιθέσεις. Ειδικότερα σε αυτή την συγκυρία, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή ώστε σαν φίλαθλοι να καταπολεμήσουμε τις πρακτικές ρατσιστικής βίας μέσα στα γήπεδα ώστε να μην χαθεί το παιχνίδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου