Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2018

Οι γιατροί του ΕΣΥ δεν επαιτούν, διεκδικούν. Της Δάφνης Κατσίμπα, προέδρου Ένωσης Νοσοκομειακών Γιατρών Θεσσαλονίκης (ΕΝΙΘ)


Και βέβαια δεν είναι τυχαίο ότι εδώ και μήνες, πριν την “καθαρή έξοδο από τα μνημόνια χωρίς εποπτεία και επιτροπεία”, κυβέρνηση και τρόικα διαπραγματεύονταν την πληρωμή των αναδρομικών και την αποκατάσταση των μισθών (μετά την απόφαση του ΣτΕ για αντισυνταγματικότητα), σε ένστολους, δικαστικούς και πανεπιστημιακούς. 

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι εξαιρέθηκαν οι γιατροί του ΕΣΥ που ανήκουν στην ίδια μισθολογική κατηγορία, στους οποίους έγιναν περικοπές με τον ίδιο νόμο και που κρίθηκαν αντισυνταγματικές από το ίδιο ΣτΕ. Όπως δεν είναι τυχαίο ότι ενώ το ΣτΕ επιβάλλει την αποκατάσταση των μισθών από το ‘12 σε όλους, είτε έκαναν προσφυγή είτε όχι, για τους γιατρούς επιβάλλει την αποκατάσταση των μισθών χωρίς αναδρομική ισχύ για τους δημοσιονομικούς λόγους που επικαλέστηκε η παράσταση της πολιτείας (και που δεν υπήρχαν για τις άλλες κατηγορίες ; ).

Δεν είναι καθόλου τυχαίο αφού, οι μεν “ευνοημένοι” είναι ενταγμένοι στις υπηρεσίες «τάξης» του κράτους, συναποτελούν το λεγόμενο «βαθύ κράτος», όπου πρέπει απρόσκοπτα να υλοποιούν συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές: καταστολή, επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ (ένστολοι), νομιμοποίηση πολιτικών επιλογών (δικαστικοί), εφαρμογή των αλλεπάλληλων εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων και την παραγωγή δυναμικού στα πλαίσια των προτύπων και αναγκών του καπιταλιστικού συστήματος, πιστή εξυπηρέτηση και εφαρμογή της πολιτικής “ανάπτυξης” και της κερδοφορίας του κεφαλαίου.

Οι “αδικημένοι” γιατροί, απ΄ την άλλη, υπηρετούν το “κοινωνικό κράτος και το κράτος πρόνοιας” που, στο καπιταλιστικό σύστημα, είναι άρρηκτα δεμένο με τους νόμους του κέρδους και τις προτεραιότητες της αστικής τάξης και του κεφαλαίου.

Μπορεί να είναι αναπτυγμένο, χρηματοδοτούμενο από τον κρατικό προϋπολογισμό, σε αντάλλαγμα για την αύξηση της παραγωγικότητας, άρα και του κέρδους, αλλά και για την αποσόβηση αναταράξεων και συγκρούσεων από πλευράς των εκμεταλλευόμενων εργαζόμενων στους οποίους απευθύνεται. 

Μπορεί, όπως στην παρούσα συγκυρία, να συρρικνώνεται σε επίπεδα υποτυπώδους λειτουργίας, για τον περιορισμό του δημοσιονομικού κόστους, σε βάρος των λαϊκών αναγκών και οι υπηρεσίες του να εμπορευματοποιούνται και να ιδιωτικοποιούνται στο όνομα της “ανάπτυξης” δηλαδή της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Σ’ αυτή την περίπτωση είναι αυτονόητο ότι και οι λειτουργοί του, θα απαξιώνονται επιστημονικά και επαγγελματικά, θα εξωθούνται στην υπερεργασία και την εξουθένωση (βλ. πρόσφατους νόμους - εφαρμογή οδηγιών Ε.Ε. για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας) και θα συμπιέζονται οι αποδοχές τους (μειώσεις 50-60% στη μνημονιακή περίοδο).

Και ακριβώς σ΄ αυτή την πολιτική ζητάει ο Πολάκης να υποταχτούν οι γιατροί του ΕΣΥ. Ζητάει να χειροκροτήσουν την ανακοίνωση της κυβέρνησης να κάνει “σταδιακή αποκατάσταση” των μισθών παρά την επιβεβλημένη απόφαση του ΣτΕ για άμεση και πλήρη αποκατάσταση. Ζητάει να υποταχτούν και να αρκεστούν στην προεκλογική εξαγγελία περί πολιτικής βούλησης της κυβέρνησης, να δοθούν γενικά κι αόριστα κάποια αναδρομικά στους γιατρούς του ΕΣΥ, υπό το κράτος του αναβρασμού στον κλάδο, μετά τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ όπου εξαίρεσε τους γιατρούς από τους προαναφερθέντες κλάδους των ειδικών μισθολογίων .  

Ζητάει να αποδεχτούν την υποβάθμιση σε επαιτεία “ότι προαιρείσθε” των διεκδικήσεων του κλάδου (που περιλαμβάνουν αποκλειστικά δημόσιο δωρεάν σύστημα υγείας, πλήρως στελεχωμένο με μόνιμο προσωπικό και σύγχρονα εξοπλισμένο, με καθολική πρόσβαση, που να αντιμετωπίζει πλήρως όλες τις πληθυσμιακές ανάγκες από την πρόληψη μέχρι την αποκατάσταση, με σεβασμό στις ανάγκες και την επιστημονική και επαγγελματική αξιοπρέπεια των λειτουργών του με ανάλογες αποδοχές κ.λ.π.).
Και αφού απέτυχε η προσπάθεια απορρόφησης των κραδασμών, με την υποκριτική ηθική αμοιβή της αναγνώρισής τους σαν τους στυλοβάτες του “κοινωνικού κράτους” (“μεταλλωρύχοι με άσπρες μπλούζες” χαρακτηρίστηκαν πρόσφατα από τον υπουργό) . 

Επιπλέον, ζητάει να χειροκροτήσουν και να υποταχτούν οι γιατροί του ΕΣΥ,  έχοντας τη γνώση και την επίγνωση ότι η απόδοση των όποιων δεδουλευμένων τους δεν θα γίνει, αν γίνει, με την αναγνώριση της προσφοράς και των αναγκών των γιατρών σαν εργαζόμενων και με προσθήκη στον κρατικό προϋπολογισμό. Αντίθετα, ήδη ψάχνονται αιματηρά ισοδύναμα, μέσα απ΄ την άμεση ή έμμεση φορολόγηση των λαϊκών στρωμάτων ή απ΄ την περικοπή κονδυλίων για κάλυψη λαϊκών αναγκών, που θα πρέπει να εγκριθούν από την αυστηρή εποπτεία των “εταίρων” (που “καταργήθηκε”...) για να περάσουν στον ελεγχόμενο προϋπολογισμό.

Γιατί βέβαια δε θα αφορούν ούτε στη μείωση των πολεμικών - εξοπλιστικών προγραμμάτων, ούτε στην αύξηση της φορολόγησης ή τη μείωση των ελαφρύνσεων του κεφαλαίου.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο, αλλά βαθιά πολιτικό ζήτημα η ικανοποίηση του “βαθέος κράτους” και η απαξίωση των “κοινωνικών λειτουργών” στον νεοφιλελευθερισμό και απ΄ αυτή την οπτική πρέπει να ερμηνεύεται και να αντιμετωπίζεται. Όχι στο όνομα μιας γενικής κι αόριστης “αδικίας”, αλλά στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης πολιτικής της Ε.Ε. του κεφαλαίου και των ντόπιων κυβερνήσεών τους, με μοναδική διέξοδο την ανατροπή της.

Οι γιατροί δεν επαιτούν, διεκδικούν στο δρόμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: