«Ετσι γίνηκε η εχτέλεση των
200 ηρώων»…
Κάθε μέρα, ύστερα απ’ το
προσκλητήριο, ήταν υποχρεωτικό να τραγουδάμε. Να δείχνουμε πως είμαστε τάχαμου
ευχαριστημένοι. Δεν εμπορούσαμε να πούμε εκείνα που θέλαμε. Ελέγαμε λοιπόν κι
εμείς: «Τα ρόδα, τα τριαντάφυλλα της άνοιξης καμάρι, τα λούλουδα, οι ζέφυροι, ο
ήλιος, το φεγγάρι, χάνουν την ομορφάδα τους στη σκλαβωμένη γη…». Εκεί απάνω
εβγάζαμε τ’ άχτι μας. Εκείνη την ημέρα φεύγοντας εμείς για τις δουλειές,
κανένας δεν τραγούδησε. Τρεις μέρες ύστερα είμαστε άρρωστοι. Στο γυρισμό της
δουλειάς το βράδυ, φοβόμασταν να κοιμηθούμε μες στο θάλαμο. Ερημιά. Αδειοι.
Ακουες, θαρρείς, τις μιλιές τους να βγαίνουν μέσα απ’ τον τοίχο. Από 100 στο
«τρίτο μπλόκο», είχαν τώρα μείνει 15. Ηταν και θάλαμος μικρότερος, που ‘μεινε
μόνο ένας ! Γιατί εκεί ήταν συγκεντρωμένοι οι παληοί. Ολοι από τον Μεταξά μέχρι
σήμερα συνέχεια. Απ’ όλους αυτουνούς, απ’ όλες κείνες τις χιλιάδες, μόνο 14
απόμειναν στη ζωή για δείγμα. (Ο Θανάσης μου λέει τώρα κάτι ονόματα απ’ τους
14: Ο… τάδες δικηγόρος, ο τάδες… – Οχι, όχι, Θανάση, του λέω, άσε τους τούς
ανθρώπους, άσε τους ζωντανούς! Θες να τους κυνηγήσουν τώρα να τους
αποξεκάμουνε; Υστερα από 9 χρονώνε βάσανα;).
Επί 15 μέρες αδιάκοπα λέγαμε
για κείνους. Μας αγαπήσαν, μας εβόηθησαν, και τώρα να στους παίρνουνε μέσα από
τα χέρια. Οποιος ήξερε ανέκδοτά τους τα ‘λεγε. Εγώ θυμόμουν τον Πλακοπίτη τον
εργολάβο, ήταν λίγο τσεβδός. Στην Ειδική Ασφάλεια επί Μεταξά εκάμαμε μαζί. Ο
Κομποχόλης τον έπιανε τότε και τον εβάραγε με τσεκούρι στα μπράτσα του, που
ήταν γερά σα βράχος. Γύριζε ύστερα και μας έλεγε με την τσεβδή μιλιά του: «Βρε
τούτα τα μπρατσάκια μου που χτίζουνε τα σπίτια, που φτιάχνουν τόσα πράματα,
γιατί βρε να μου τα βαράνε έτσι; Να μου τα σπάσουν θέλουνε τώρα oι κερατάδες;
Δηλαδή τα χεράκια μου σε τι τους φταίξαν; Δεν καταλαβαίνω…».
Την άλλη μέρα αναρχία στο
στρατόπεδο. Καμιά δουλειά δεν εγινόταν. Οι νέοι που πήγανε συνεργεία στα ζώα,
τα ζώα δεν τους δέχουνταν. Τα γουρούνια γρύλιζαν, τα πρόβατα προγκάγανε. Τόσον
καιρό, βλέπεις, οι άλλοι τα περιποιόσαντε, μπλέκανε μες στα σύρματα, τα
ξέμπλεκαν απαλά – απαλά, τους είχανε μάθει. Οι νέοι τότε πικράθηκαν. Λέγαν γιατί;
Μήπως κι εμείς δεν είμαστε αγωνιστές; Να μη μας θέν’ τα ζώα… Ως κι αυτά τους
αγάπαγαν!
Ξέχασα να σου πω: Εκείνο το
πρωί που φύγανε, ήταν μαζί μας κι ένας γέρος που κατηγόρησε η γυναίκα του πως
φυγάδευε Εγγλέζους, δεν ήτανε κομμουνιστής, δεν ήταν τίποτα, και λίγο ως τότε
γκρίνιαζε. Σα φύγαν οι 200, λέει στο φίλο του: «Αλκή μου, την γλυτώσαμε για
σήμερα. Αν κι άξιζε να πάει κανείς με τέτοιο θάνατο, όπως τον σημερνό!».
Ετσι μας τους πήρανε τους
200 μας την Πρωτομαγιά.
Υστερα στις 2 του Μάη, 3 του
Μάη. 4 του Μάη, 7 του Μάη, 10 του Μάη. 12 του Μάη, είχαμε όλο εχτελέσεις. Ολο
απ’ το Χαϊδάρι. Από 50 ως 60 μας ξάφριζαν κάθε φορά.
Στις 3 του Μάη πήραν τις 5
πρώτες γυναίκες για εχτέλεση – Φρόσω Χατζηδάκη 73 χρονών, μαζί με την κόρη της
Μαρία, 35 χρονών. – Ντέρη 22 χρονών, είχαν εχτελεστεί κι άλλα δυο αδέρφια της.
– Ανισίου 35 χρονών, είχε εχτελεστεί κι ο αρρεβωνιαστικός της, ανάπηρος
αλβανικού πολέμου. – Χωραφά 45 χρονών, είχε εχτελεστεί κι ο άντρας της. Από
τότε εχτέλεσαν κι άλλες πολλές γυναίκες. Αλλά για τους 200 της Πρωτομαγιάς που
‘θελες να σου πω, δεν ξέρω τίποτ’ άλλο. Απ’ το κατώφλι του Χαϊδαριού κι ύστερα,
εγώ δεν ξέρω πια. Ρώτηξε κάναν άλλον».
Η εχτέλεση
Απ’ το κατώφλι κι ύστερα,
τους τρέχανε μες στα μαύρα καμιόνια οι Γερμανοί, κι εκείνοι τραγούδαγαν. Μπρουμουτισμένοι,
στοιβαγμένοι, σα να ‘ταν κιόλας ψόφιο πράμα, κι ωστόσο τραγούδαγαν. Ο έξω
κόσμος ωσάν αστραπή το ‘μαθε. «Κουβαλούν μελλοθάνατους από το Χαϊδάρι στο
Θυσιαστήριο!» Απ’ το Παγκράτι που ‘φτασαν, το ‘μαθε κι η Καισαριανή και οι
γειτονικοί συνοικισμοί της. Το ‘μαθαν οι γυναίκες που ‘χαν στο Χαϊδάρι άντρες,
τρέχαν να δουν μην είνε ανάμεσα. Το ‘μαθαν τα παιδάκια που ‘χαν στο Χαϊδάρι
πατεράδες, τρέχουν να δουν μην τους αναγνωρίσουνε. Το ‘μαθαν και oι Ελασίτες
και ετοιμαστήκανε μήπως μπορέσουν τους ελευτερώσουν. Μα είδαν λεφούσι Γερμανούς
κι αυτόματα, και δεν μπόρεσαν τίποτα. Από τη λεωφόρο Παγκρατιού μέχρι τη
λεωφόρο του Θυσιαστήριου έτρεξε κόσμος κι έπηξαν οι δρόμοι. Οι μελλοθάνατοι
συνέχεια τραγούδαγαν «40 παλικάρια» «έχε γεια, καημένε κόσμε» και τον εθνικό
ύμνο μας. Στο πέρασμά τους πέταξαν ένα δαχτυλίδι με τ’ όνομα, ξέσκισε μια
γυναίκα λουρίδα απ’ το ρούχο της και την πέταξε, και πολλοί επιμένουν πως
πέταξαν κι ένα άσπρο κουρέλι όπου με αίμα είχανε γραμμένα: «Πεθαίνουμε για τη
Λευτεριά και τη Λαοκρατία». Δεν επιτρέπονταν μολύβι και χαρτί απάνω τους. Γιατί
να μην είνε αλήθεια; Οσα που κάμανε, ήταν λιγότερα απ’ αυτό;
Τ’ αυτοκίνητα πλευρίζουν τη
σιδερένια πλάγια πόρτα μέσα απ’ το χωράφι, και τους ξεφορτώνουνε.
Σ‘ όλα τα γύρω υψώματα
ανεβαίνει και τα γεμίζει ο κόσμος. Ενας οπερατέρ – φωτογράφος προσπαθεί απ’ τον
ανατολικό λόφο να πάρει τη σκηνή, κι οι Γερμανοί τον κυνηγούν μ’ αυτόματα.
Δύναμη πολισμάνων παρατάσσεται γύρω – τριγύρω στην περιοχή. Ενας απ’ αυτούς λιποθυμά
τρεις φορές. Οι μελλοθάνατοι μόλις τους είδαν τους φωνάζουν: «Βλέπετε τι μας
κάνουν οι φασίστες; Μόλις μπορέσετε, τα όπλα σας να τα δώσετε στο λαό».
10 η ώρα το πρωί τους
φέρανε, και ως τις 2 απ’ το μεσημέρι βάσταξε κείνη η τελετή. Τους μάντρωσαν στο
βάθος – βάθος, μες σε κάτι χωρίσματα ένα τετραγωνικό μέτρο χώρο το καθένα απ’
τα τρία, εκεί που, όταν ήταν σκοπευτήριο, γέμιζαν τα πιστόλια τους. Οι
αγωνιστές ζήτησαν να σταθούν όλοι έξω, να τιμούν τις ομάδες που στήνουνταν κάθε
φορά στον τοίχο, ζήτησαν μόνοι τους να φορτώνουν τα πτώματα για να τα πιάνουν
μαλακά… και μόνο με την τελευταία ομάδα ν’ ασχοληθούν oι γερμανοτσολιάδες. Μα
δεν τους επιτρέψανε την τελευταία τους θέληση. Τους στοίβαξαν μες στις τρεις
τρύπες, και κατά 20άδες έβγαιναν και στήνονταν στον τοίχο. Αντίκρυ στον τοίχο,
απάνω σε σιδερένια στρίποδα, στις γωνιές, ήταν τα πολυβόλα. Και τα πυρά τους
ρίχναν, διασταυρωνόμενα.
Μέσα στο χώρο της εχτέλεσης
ήταν δυο εργάτες του Δήμου για να νταραβερίζουνται τα αίματα, κι ένας παπάς. Ο
παπάς ξεμολόγαγε. Τι του ξεμολογιόντανε oι μελλοθάνατοι; – Χαιρετίσματα στη
γυναίκα μου! – Ζήτω ο Κόκκινος στρατός! – Εκδίκηση! – Ζήτω η λευτεριά! –
Πεθαίνουμε για τη λευτεριά και τη λαοκρατία! Δεν άντεχε για μια στιγμή ο παπάς,
κάνει να στρέψει αλλού το πρόσωπο, τον πρόγκησαν οι Γερμανοί με τα πιστόλια.
Ο κόσμος γύρω στα λοφάκια,
και στις ταράτσες, στέκεται βουβός. Ακούγεται καθαρή – καθαρή ομοβροντία και
ριπή της κάθε 20άδας. Τότε ο κόσμος άρχισε όλος μαζί να κλαίει. Κλαίγαν και
γέροι και παιδιά. Λέγαν: «Κατάρα – ανάθεμα». Φτάνουν απάνω στη στιγμή οι
τσολιάδες. Και τραγούδαγαν ενθουσιασμένοι: «Με το χαμόγελο στα χείλη πάν’ οι
τσολιάδες μας μπροστά…». Πάγαιναν οι τσολιάδες μας μπροστά χειροκροτώντας,
συνεχίζοντας του Γερμανού το εξαίσιο έργο! Παραλαβαίνανε τα πτώματα, τα
στοίβαζαν σα σφαγμένα αρνιά και φεύγανε με τ’ αυτοκίνητα. Αυτό ήταν το
καθορισμένο καθήκον τους στις μέρες εχτελέσεων.
Σ’ όλο αυτό το διάστημα οι
καμπάνες του συνοικισμού χτυπούσαν νεκρικά. Μια γυναίκα αστυφύλακα, που κοίταζε
από ψηλά, τρελάθηκε και την έχει ο άντρας της ακόμα κλεισμένη στο Αιγινήτειο.
Ενας απ’ τους εχτελεσμένους ήρωες δεν είχε ξεψυχήσει, σηκώνεται μέσα απ’ το
σωρό, κουβάρι, το αίμα στο χαντάκι του ‘φτανε ως το γόνατο, και κάνει κάτι
σκέρτσα με τα χέρια, κι αρχίζει να γελά, να ξεκαρδίζεται. Ο κοντινός του
Γερμανός του αδειάζει το περίστροφο. Μα δεν εκατάλαβε τίποτα, είχε κι αυτός
τρελαθεί.
Ο κόσμος πήρε το ξοπίσω τα
καμιόνια που ‘φευγαν με τα νεκρά κορμιά. Οι άντρες βγάζανε στο πέρασμά τους τα
καπέλα, οι γυναίκες τρέχανε και κουβαλούσανε και ρίχνανε λουλούδια, κι όλοι
ήταν βαρούσες σαν υπνωτισμένοι απάνω απ’ τις σταγόνες το αίμα τους, που ‘τρεχε
κι έπηζε, κι η γης δεν το ‘πινε, και γινόταν αυλάκια. Απάνω στο αίμα σκύβοντας
και κοιτάζοντάς το, σήκωναν ύστερα πολλοί τα μάτια και τα χέρια τους ψηλά στον
ουρανό. Ητανε η απόγνωση. Μέσα στο χώρο της εχτέλεσης οι εργάτες του Δήμου
κουβάλησαν απ’ το δίπλα χωράφι με φτυάρια πολύ χώμα, για να ρουφήξει κι εκεί τα
αίματα. Το τμήμα αυτό της ελληνικής γης, απ’ το πηχτό εκείνο υγρό, ήτανε τώρα
πια, καθώς λέν’, κορεσμένο.
Την ίδια μέρα όλοι οι γύρω
συνοικισμοί κήρυξαν γενική απεργία. Τη νύχτα γενική κινητοποίηση του πληθυσμού,
φωνάξανε παρά ποτέ ηρωικά κι ασώπαστα χουνιά, κι όπου είχε στάξει το αίμα τους,
και στο ντουβάρι της εχτέλεσης, από ψηλά, κρυφά – κρυφά, απ’ τους τοίχους,
σκεπάστηκαν όλα παντού λουλούδια και ρίχτηκαν παντού στεφάνια. Αυτό ήταν των
ζωντανών, προς τους νεκρούς αγωνιστές, το μνημόσυνο.
Ετσι γίνηκε η εχτέλεση των
200 ηρώων.
Ετσι γιορτάστηκε η
Πρωτομαγιά στην Αθήνα, στο χρόνο 1944.
Ηταν μια μέρα εξαίσια της
άνοιξης, κι όμως η γη η αθηναϊκή δεν είχε ακόμα αρκετά στεγνώσει, για να
μπορέσει να ρουφά. Το τόσο πολύ αίμα που χτήνη – άνθρωποι την πότισαν, η φύση
πια δεν το δεχότανε, κι αναγκαζόταν το ξαναξερνούσε.
(Αναδημοσίευση αποσπάσματος
από το βιβλίο – ντοκουμέντο από το Αρχείο του ΚΚΕ, με τίτλο «Πρωτομαγιές 1886 –
1945», της Μέλπως Αξιώτη, γραμμένο το 1945. Είναι το μέρος του βιβλίου με τίτλο
«Πρωτομαγιές της Κατοχής – Η Ελληνική Πρωτομαγιά του 1944»).
Το χαρακτικό για τους 200 της Καισαριανής
είναι έργο του Τάσσου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου