Σκέφτομαι να σπάσω τη σιωπή μου ...
«Αν ξέρω να μιλώ όλες τις γλώσσες των ανθρώπων και των
αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπη, τότε έγινα σαν ένας άψυχος χαλκός που βουίζει ή
σαν κύμβαλο που ξεκουφαίνει με τους κρότους του. Και αν έχω το χάρισμα να
προφητεύω και γνωρίζω όλα τα μυστήρια και όλη τη γνώση, και αν έχω όλη την
πίστη, ώστε να μετακινώ με τη δύναμη της ακόμη και τα βουνά, αλλά δεν έχω
αγάπη, τότε δεν είμαι τίποτε απολύτως….»
(Τμήμα του 13ου Κεφαλαίου της Προς Κορινθίους Α' Επιστολής του Αποστόλου Παύλου)
Πως αλήθεια να απαντήσεις στα αλαλάζοντα κύμβαλα, στους
δήθεν πιστούς, στους οχλοβοώντες, στα μισερά ακέφαλα σώματα, στους απαίδευτους,
στους ανιστόρητους.
Πως να μιλήσεις σε μια μάνα που αποκαλεί «λαθραίο
αντικείμενο» το παιδί μιας άλλης μάνας, που είχε την τύχη να γεννήσει 5.000
χιλιόμετρα ανατολικότερα, ένα παιδί που από τύχη ζει και από τύχη βρέθηκε στην
πόρτα της.
Τι να πεις στον άρρωστο άνθρωπο που παρακινεί το παιδί
του να κάνει αποχή απ’ το σχολείο, γιατί δε γουστάρει τη φάτσα ενός μελλοντικού
συμμαθητή του, χωρίς καν να την έχει δει.
Τί να πεις στον εγγονό του πρόσφυγα, που πιστεύει ότι η
προσφυγιά είναι επιλογή και όχι ανάγκη.
Τι να πεις στην κόρη του μετανάστη, που θεωρεί ότι η
ελπίδα για μια καλύτερη ζωή αξίζει μόνον σε λευκούς και χριστιανούς.
Τι να πεις στο θλιβερό βουλευτή, που ελαφρά τη καρδία
χρησιμοποιεί τη δύναμη του λόγου του για να διασπείρει ένα δηλητηριώδες ψέμα
και να ψαρέψει εύκολα ψηφαλάκια.
Τι να πεις σε έναν όχλο, που παρακινούμενος από υποκριτές
και φαρισαίους, φωνάζει ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτούς για μια χούφτα παιδιά που
τα βάφτισε βιαστές και τρομοκράτες.
Τι να πεις σε ένα παιδί, που νιώθει τυχερό γιατί γλίτωσε
το θάνατο απ’ τις βόμβες και τα κύματα και ξαφνικά του θανατώνουν την ψυχή, με
απεχθή βλέμματα αυτοί που ως χθες έβλεπε για σωτήρες του.
Τι να πεις σε ένα παιδί, που δε θέλει να πάει στο σχολειό
γιατί κάποιοι το κάναν να φοβάται τους συμμαθητές του, είτε τους σημερινούς
είτε τους αυριανούς.
Όποιοι βλέπουν κάτι πιο πρόσφορο να πουν σε όλους αυτούς
ας το κάνουν.
Είναι ήδη αργά….
Γ. Ε.
Πρόσφυγας 2ης γενιάς (και πιθανόν για πάντα πρόσφυγας).