H δημοσιογραφική φράση-κλισέ “ματς ζωής και θανάτου”, που συνήθως αποδίδεται σε πολύ κρίσιμους αγώνες, θα ηχεί μάλλον περίεργα στον Ρον Τζόουνς. Ο 96χρονος επιζών από το κολαστήριο του Άουσβιτς έπαιξε, κυριολεκτικά, σε αγώνες ποδοσφαίρου οι οποίοι ήταν ζωής και θανάτου. Έπαιζες ένα παιχνίδι και δεν ήξερες αν θα ήσουν ζωντανός αύριο…
Ο Ουαλός Ρον από το Νιούπορτ πιάστηκε αιχμάλωτος το 1943 πολεμώντας με τους Συμμάχους στη Μέση Ανατολή, μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο δίπλα από το Άουσβιτς-Μπιρκενάου και μέχρι σήμερα πιστεύει οτι το ποδόσφαιρο του έσωσε τη ζωή.
Όταν αιχμαλωτίστηκε, μετά από εννιά μήνες παραμονής στην Ιταλία, μεταφέρθηκε στο τάγμα εργασίας Ε715, που ήταν μέρος του συγκροτήματος του Άουσβιτς. Εργάστηκε εκεί σαν σκλάβος, 12 ώρες τη μέρα, έξι μέρες την εβδομάδα στην IG Farben (συντομογραφία του γερμανικού Interessen – Gemeinschaft Farbenindustrie Aktiengesellschaft = Κοινοπραξία Βιομηχανιών Βαφικών Υλών), αλλά την Κυριακή του επιτρεπόταν να παίζει ποδόσφαιρο!
“Νομίζω πως οι Ναζί πίστευαν πως με το να μας αφήνουν να παίζουμε ποδόσφαιρο, ήταν ένας γρήγορος και εύκολος τρόπος να μας κρατούν ήσυχους”, εξηγεί ο κ.Τζόουνς. “Ο Ερυθρός Σταυρός μας έφερνε δέματα με φαγητό και όταν έμαθαν πως παίζουμε μπάλα, κατάφεραν να μας δώσουν και φανέλες για τέσσερις ομάδες! Αγγλία, Ουαλία, Σκωτία και Ιρλανδία. Εγώ ήμουν πάντα ο γκολκίπερ των Ουαλών.
Μας κράτησε στα λογικά μας και ήταν ένας είδος “κανονικότητας”, αλλά βέβαια είναι λάθος να πω οτι έχω ευχάριστες αναμνήσεις από το να παίζω ποδόσφαιρο εκεί, αναλογιζόμενος το τι γινόταν πίσω από τον φράκτη”.
Γιατί όμως τον έσωσε το ποδόσφαιρο; Όπως αφηγείται στο BBC, έσωσε αυτόν και άλλους συντρόφους του, όταν αναγκάστηκαν προς το τέλος του πολέμου σε μια σειρά εξαντλητικών πεζοποριών δυτικά από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Πολλοί πέθαναν από τις κακουχίες στις πορείες, αλλά ο ίδιος θεωρεί πως δεν είναι σύμπτωση οτι εκείνοι που μπορούσαν να παίζουν ποδόσφαιρο στο Άουσβιτς άντεξαν παραπάνω και επιβίωσαν.
“Ναι, μπορείς να πεις πως το ποδόσφαιρο μας έσωσε. Αυτοί που έπαιζαν ποδόσφαιρο είχαν καλύτερη φυσική κατάσταση, αλλά το κυριότερο είναι πως ήμασταν μια ομάδα που ο ένας βοηθούσαμε τον άλλο στην πορεία”, πρόσθεσε ο κ.Τζόουνς.
Το στρατόπεδο Ε715 ήταν κοντά στο Άουσβιτς ΙΙΙ, στο Μόνοβιτς, στο οποίο υπήρχαν κυρίως Πολωνοί αντιστασιακοί, πολιτικοί αντιφρονούντες, τσιγγάνοι, ομοφυλόφιλοι και μερικοί αιχμάλωτοι Σοβιετικοί στρατιώτες.
Μπορεί επίσημα να μην ήταν “στρατόπεδο θανάτου”, αλλά ο κ.Τζόουνς λέει πως σύντομα αντιλήφθηκαν πως κάθε άλλο παρά ασφαλείς ήταν οι κρατούμενοι στο Μόνοβιτς…
“Τις νύχτες άκουγες πυροβολισμούς… Όχι όπως στον πόλεμο, αλλά επιτηδευμένους, κανονικούς πυροβολισμούς κάθε δευτερόλεπτο, σαν να έπεφταν με σύστημα. Δεν ξέραμε ποιοι ήταν ή γιατί σκοτώνονταν και βέβαια φοβόμασταν πως εμείς θα ήμασταν οι επόμενοι”, τόνισε.
Όταν όμως οι Ναζί επέτρεψαν το ποδόσφαιρο στα στρατόπεδα, μεταφέρθηκαν στα χωράφια δίπλα από το Άουσβιτς ΙΙΙ και Μπιρκενάου, όπου οι σκοτωμοί πλέον ήταν ρουτίνα…
“Την πρώτη Κυριακή που πήγαμε να παίξουμε μπάλα, είδαμε αυτούς τους ανθρώπους-στην ουσία ήταν σκελετοί που περπατούσαν-που έσκαβαν χαρακώματα. Ρωτήσαμε ‘ποιοι είναι αυτοί οι καημένοι;’ και οι Γερμανοί φύλακες τους αποκρίθηκαν ‘Juden’ (σ.σ. Εβραίοι), σαν η ερώτηση να ήταν χαζή.
Μπορούσαμε να παίξουμε μόνο καλοκαίρι, επειδή όλα καλύπτονταν από το χιόνι τον χειμώνα. Όταν όμως είχε ζέστη, η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική από τα κρεματώρια, τη μυρωδιά της καμμένης σάρκας… Το τι γινόταν εκεί μπορείτε να φανταστείτε, αλλά εμείς συνεχίζαμε να παίζαμε ποδόσφαιρο. Δεν ξέρω το πώς να σας το εξηγήσω… Το να βάζουμε γκολ, να κάνουμε μια απόκρουση, να τσακωθούμε για ένα οφσάιντ μας κρατούσε λογικούς σε αυτή την απόλυτη παράνοια…
Ο κ.Τζόουνς αναρωτήθηκε πολλές φορές από τότε για το πόσα ήξεραν οι Γερμανοί φύλακες για το τι γινόταν μέσα στο Μπιρκενάου. “Σκεφτείτε πως οι δικοί μας φύλακες δεν ήταν SS, όπως στο Μπιρκενάου, ήταν απλοί φαντάροι όπως εμείς. Φώναζαν στα ματς, γελούσαν, φέρονταν σαν κανονικοί άνθρωποι. Αν όμως τους ρωτούσες για το Μπιρκενάου φοβόντουσαν και εκνευρίζονταν. “Δεν ξέρουμε, δεν είναι δική μας δουλειά, δεν είναι τίποτα, δεν είμαστε SS”, έλεγαν…
Στις 21 Ιανουαρίου του 1945 ο Κόκκινος Στρατός πλησίαζε και οι Γερμανοί φύλακες εισέβαλαν στους στρατώνες μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα και διέταξαν τον κ.Τζόουνς να φύγει αμέσως, αφού ο Φύρερ δεν ήθελε να πιάσουν αιχμαλώτους οι συμμαχικές δυνάμεις. Πράγματι, οι Σοβιετικοί απελευθέρωσαν το Άουσβιτς στις 27 Ιανουαρίου και για πρώτη φορά αποκαλύφθηκαν οι ναζιστικές θηριωδίες του Ολοκαυτώματος τις οποίες μέχρι τότε οι Σύμμαχοι τις θεωρούσαν “υπερβολικές φήμες”.
Μέχρι να μπουν οι Ρώσοι στο Άουσβιτς, ο κ.Τζόουνς είχε ήδη φύγει, αλλά μια νέα περιπέτεια τον περίμενε, καθώς ήταν μέρος της “πορείας του θανάτου” (σ.σ. η γνωστή “Death March”), όπου περίπου 5 με 8 χιλιάδες κρατούμενοι των στρατοπέδων εργασίας έχασαν τη ζωή τους.
“Περπατούσαμε για 17 εβδομάδες και ο Θεός ξέρει πόσα εκατοντάδες μίλια καλύψαμε μέσα από την Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία, τη Γερμανία και την Αυστρία. Όταν με συνέλαβαν ήμουν 82 κιλά και όταν απελευθερώθηκα από τους Αμερικανούς τον Απρίλιο του 1945 ζύγιζα 44 κιλά…”.
*Τα απομνημονεύματα του κ.Ρον Τζόουνς στα οποία περιγράφει την κτηνωδία που έζησε αλλά και την κακουχία στην “πορεία του θανάτου” κυκλοφόρησαν πέρυσι τον Νοέμβριο σε βιβλίο με τον τίτλο “The Auschwitz goalkeeper”.
Eπιμέλεια: Δημήτρης Χατζής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου