Το τελευταίο διάστημα
ο δημόσιος λόγος κατακλύζεται από ομολογίες κυβερνητικών στελεχών του στελεχών
του ΔΝΤ και που αποδεικνύουν ότι η είσοδος της Ελλάδας στο Μηχανισμό Στήριξης
της Τρόικα ΕΕ-ΔΝΤ-ΕΚΤ και η επιβολή της πολιτικής των Μνημονίων δεν ήταν
μονόδρομος, αλλά ταξική επιλογή των κυβερνήσεων Παπανδρέου-Παπαδήμου-Σαμαρά. Στο
φόντο αυτών των αντιφάσεων και μέσα από την επιβεβαίωση των προγραμματικών θέσεων
της ευρύτερης ριζοσπαστικής αριστεράς, σημαντικό τμήμα του λαού αρχίζει να αντιλαμβάνεται
ότι η ραγδαία επιδείνωση της θέσης του δεν αποτελεί έκτακτη, αλλά πάγια
διαδικασία. Ο ψευδής ιδεολογικός εκβιασμός € ή χάος, αντικαθίσταται από την
αμείλικτη πραγματικότητα του κοινωνικού χάους με €.
Γνωρίζουμε ότι για το
2011, 2,3 εκατομύρια άνθρωποι στην Ελλάδα, ποσοστό 21,4% διαθέτει ετήσιο ατομικό
εισόδημα μικρότερο από 6.591 € και χαρακτηρίζεται επίσημα «σε κίνδυνο φτώχειας».
Γνωρίζουμε ότι το
2010 η ελληνική κυβέρνηση διάλεξε να προστατεύσει τα ευρωπαϊκά επενδυτικά κεφάλαια
από τον κίνδυνο έκθεσής του στο ελληνικό χρέος, έναντι της πτώχευσης του
ελληνικού λαού και των εργαζομένων.
Γνωρίζουμε ότι οι
κυβερνήσεις Καραμανλή-Παπανδρέου-Παπαδήμου την περίοδο 2008-2011, έδωσαν με τη
μορφή ανακεφαλαιοποιήσεων, κρατικών εγγυήσεων ή καταθέσεων 168 δισ. € στις
τράπεζες, εις βάρος της κάλυψης στοιχειωδών κοινωνικών αναγκών. Το ποσό αυτό
αντιστοιχεί στο 66% του ετήσιου ελληνικού ΑΕΠ, ενώ ο Μ.Ο. της ΕΕ-27 είναι 37%
και της Γερμανίας 24,8%.
Γνωρίζουμε ότι ενώ το
δημόσιο χρέος της Ελλάδας το 2009, αποτιμήθηκε από την κυβέρνηση Παπανδρέου στα
298,5 δισ. € (μετά από τρία μνημόνια, εφαρμοστικούς, μεσοπρόθεσμα,
«κουρέματα»), στον προϋπολογισμό του 2013 που ψήφισε η Βουλή, το δημόσιο χρέος
της χώρας προσδιορίζεται στα 352,3 δισ. €.
Γνωρίζουμε ότι την
περίοδο 2010-2012 ο ελληνικός λαός πλήρωσε στους τοκογλύφους δανειστές 202,73
δισ. € σε τόκους και χρεολύσια, ενώ για το ίδιο διάστημα το ελληνικό κράτος
εισέπραξε από τον μηχανισμό στήριξης (συνυπολογίζοντας το σύνολο της τελευταίας
δόσης των 44 δισ. €) 156,6 δισ. €.
Γνωρίζουμε ότι στην διαδικασία
πτώχευσης του ελληνικού λαού συμμετέχουν συντονισμένα και στοιχισμένα πίσω από
τα συμφέροντα της αστικής τάξης, όλες οι φιλο-ΕΕ πολιτικές δυνάμεις, από την
Χ.Α. ως την ΔΗΜΑΡ, μόνιμα απευθυνόμενες στην κοινωνία με τον εκβιασμό € ή
χρεοκοπία.
Γνωρίζουμε ότι σημαντικό
μέρος του περιεχόμενου των μνημονίων και των εφαρμοστικών νόμων υπαγορεύτηκε
από το ελληνικό κεφάλαιο και ότι η επιβολή κράτους Έκτακτης Ανάγκης αποτέλεσε ιστορική
ευκαιρία για την επίτευξη αντεργατικών στόχων που για πολλά χρόνια αδυνατούσε
να πετύχει.
Γνωρίζουμε ότι όχι
μόνο σήμερα, αλλά εξαρχής, τα ίδια στελέχη της Τρόικα είχαν εκφράσει
επιφυλάξεις και αντιρρήσεις για την βιωσιμότητα του Προγράμματος.
Γνωρίζουμε ότι η
φοροληστεία, η ανεργία και η εξαθλίωση είναι το άλλο μισό της αρπαγής του
δημόσιου πλούτου της χώρας.
Αυτό που μένει να
μάθουμε είναι εάν ο λαός, με την συμβολή και την πρωτοβουλία του εργατικού
κινήματος, μπορεί να μετασχηματίσει την αμηχανία, την οργή και την ηττοπάθεια,
σε χειραφέτηση, ώστε να επιβάλλει τον δικό του πολιτικό εκβιασμό στους
εκμεταλλευτές του.
Για να συμβεί αυτό
πρέπει πρώτα από όλα να αναγνωρίσουμε τις συνθήκες διεξαγωγής του ταξικού
πολέμου, όχι όπως θα θέλαμε, αλλά όπως πραγματικά είναι:
1. Οι
κινηματικές πρωτοβουλίες που αναπτύχθηκαν τα τελευταία χρόνια και υπερέβαιναν
το όριο των 24ωρων ή 48ωρων απεργιών της ΓΣΕΕ, εντοπίζονται ασφυκτικά στον χώρο
του πρώην ευρύτερου δημοσίου τομέα και μάλιστα την περίοδο εφαρμογής των
πολιτικών του μνημονίου σε βάρος των ειδικότερων συμφερόντων των χώρων αυτών (ΕΛΠΕ, ΔΕΗ, ΟΤΑ, ΛΙΜΑΝΙΑ,
Νοσοκομεία, Μεταφορές).
Οι επιμέρους
κινηματικές πρωτοβουλίες και οι μεγάλες διαδηλώσεις στα μεγάλα αστικά κέντρα
ήταν μεν σημαντικές σε έκταση, αλλά σίγουρα στιγμές.
Σε κάθε περίπτωση δεν
μπορούμε να αναγνωρίζουμε μια εξεγερμένη εργατική βάση που φέρνει σε αμηχανία
τις καταρρέουσες συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, όταν από τους επιμέρους αγώνες
και τις κινηματικές κορυφώσεις απουσιάζουν τα στοιχεία της έμπρακτης εργατικής
αλληλεγγύης και της διάρκειας μέχρι την εκπλήρωση του αναγκαίου πολιτικού
στόχου, δηλαδή της ανατροπής της κυβέρνησης και της πολιτικής των μνημονίων.
Η μη εμφάνιση μιας
ευρύτερης ανάφλεξης δεν σημαίνει την απουσία εκρηκτικού κοινωνικού υλικού, αλλά
αντίθετα καθορίζει την αναγκαιότητα της πολιτικής μάχης σε όλα τα σωματεία του
ευρύτερου δημόσιου τομέα, που βρίσκονται σε κρίσιμα μέτωπα για την εφαρμογή των
μέτρων του Μνημονίου ΙΙΙ, όχι μόνο για την υπεράσπιση των εργασιακών κατακτήσεων,
αλλά και των δημόσιων αγαθών.
2. Η
τροποποίηση του πολιτικού συσχετισμού δύναμης στο εσωτερικό των διοικήσεων
αρκετών σωματείων και ομοσπονδιών υπέρ διαφόρων αριστερών πρωτοβουλιών και εις
βάρος των ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ δεν σηματοδοτεί σε καμία πείπτωση και την τροποποίηση του
ταξικού συσχετισμού δύναμης, διότι αυτή η μεταβολή υλοποιείται στο έδαφος της
επέλασης αντεργατικών μέτρων, με κύριο το χαρακτηριστικό της πολιτικής
διαμαρτυρίας και όχι της ταξικής χειραφέτησης.
3. Χρειάζεται
να ενισχυθεί ο κινηματικός συντονισμός των συνδικαλιστικών δυνάμεων της
αριστεράς, σε μια συγκυρία που το μέγεθος της επίθεσης του κεφαλαίου επιβάλλει
στο εργατικό κίνημα διαφορετικές ιεραρχήσεις και προτεραιότητες. Δεν υπάρχει
σήμερα το περιθώριο μεταφοράς στο επίπεδο της συνδικαλιστικής αντιπαράθεσης,
του ανταγωνισμού των αριστερών πολιτικών γραμμών, χωρίς παρονομαστή κοινών
δράσεων και πρωτοβουλιών απέναντι στο κεφάλαιο και τις κυβερνήσεις του. Λάθη
και υστερήσεις δεν εντοπίζονται μόνο σε κρίσιμες κινηματικές καμπές, όπως η
γνωστή συνεδρίαση στο Γ.Σ. της ΑΔΕΔΥ, αλλά καθημερινά σε δεκάδες σωματεία ή
εργατικές πρωτοβουλίες βάσης, δυσκολεύοντας την οργάνωση της αντίστασης στους
χώρους δουλειάς.
4. Η
απουσία αντιδράσεων απέναντι στην λαίλαπα της κατάργησης των ΣΣΕ, του εργατικού
δικαίου, της διευκόλυνσης και μείωσης του κόστους των απολύσεων, αποδεικνύει
ότι αυτό που για την πλειοψηφία του ιδιωτικού τομέα αποτελούσε τον άγραφο νόμο,
απλά απέκτησε και έγγραφο τύπο. Όταν το εργασιακό σφαγείο θεμελειώνεται σε
χώρους χωρίς συνδικαλιστική πρακτική, το εργατικό κίνημα δεν μπορεί να
περιφρουρεί τις δυνάμεις του σε χώρους στους οποίους έχει κατακτήσει
συνδικαλιστική παρουσία και παρέμβαση.
5. Η
αναγκαία συγκρότηση ενός ταξικού πόλου στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος σε
κριτική απόσταση από τον απομονωτισμό του ΠΑΜΕ και σε πολεμική κριτική απέναντι
στην εξισορροπητική κατεύθυνση της ΓΣΕΕ, είναι αυτονόητο καθήκον και υποχρέωση
για όλη την αριστερά στην Ελλάδα. Η συγκρότηση αυτού του πόλου δεν μπορεί να
πραγματοποιηθεί χωρίς το ίδιο το υποκείμενο της εργατικής τάξης, μέσα από την
συγκρότηση σωματείων και συνδικαλιστικών πρακτικών εκεί που δεν υπάρχουν, σε
χώρους εργασίας του ιδιωτικού τομέα, εκεί που συμπυκνώνεται με τον ποιο σκληρό
τρόπο η αντίθεση ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο.
6. Οι
ιδεολογικές αδυναμίες του εργατικού κινήματος δεν οφείλονται κύρια στην έλλειψη
επαναστατικού περιεχομένου των αριστερών πολιτικών δυνάμεων που επιχειρούν να
παρέμβουν στο εσωτερικό του. Είναι σαφές ότι ιδιαίτερα σήμερα, μέσα σε συνθήκες έντονης
κοινωνικής κρίσης, ευνοείται η συνέχεια της ηγεμονία αντιδραστικών ιδεολογικών χαρακτηριστικών
στα σωματεία. Η αντοχή που επιδεικνύουν αυτά τα χαρακτηριστικά προέρχεται μέσα
από την συστηματική καλλιέργεια μιας συνδιαχειριστικής-πελατειακής πρακτικής
και οργάνωσης ακίνδυνων συνδικαλιστικών πρακτικών με την ανοχή της εργοδοσίας.
Το
ιδεολογικό πρόσημο μπορεί και πρέπει να αλλάξει μαζί με μια αντίστροφη πρακτική
διαδικασία αλληλεγγύης, συναδελφικότητας, αγωνιστικότητας, συλλογικότητας.
7. Σήμερα
όσο ποτέ ο καθημερινός αγώνας για τη βελτίωση της θέσης του εργαζόμενου λαού ακόμα
και μέσα στα πλαίσια του υφιστάμενου καθεστώτος, αποτελεί δρόμο χειραγώγησης
της ταξικής πάλης των εργαζομένων και επίτευξης του τελικού σκοπού, που είναι η
κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και η κατάργηση του συστήματος της εκμετάλλευσης.
Μεταξύ της ανάπτυξης συνδικαλιστικών πρακτικών και της προοπτικής της κοινωνικής
επανάστασης, οφείλουμε να επιδιώξουμε όχι μια αντίθεση, αλλά μια αδιάσπαστη ενότητα,
δεδομένου ότι ο καθημερινός συνδικαλιστικός αγώνας είναι το μέσο, ενώ η
πολιτικοποίηση του εργατικού κινήματος για την εργατικη απελευθέρωση είναι ο
τελικός σκοπός.
Συνεπώς δεν θα πρέπει
να αντιμετωπίζουμε με καχυποψία, αλλά ως ευκαιρία κάθε προσπάθεια διεκδίκησης
ακόμα και για ζητήματα μικρότερης σημασίας από τις ΣΣΕ ή το αντεργατικό
περιεχόμενο των μνημονίων, σε μια προσπάθεια ανάπτυξης συλλογικών πρακτικών
στους χώρους εργασίας και ειδικά σε αυτούς χωρίς παράδοση συνδικαλιστικών
πρακτικών.
8. Δεν
θα πρέπει να στεκόμαστε αμήχανα, αλλά επιθετικά μπροστά στην απόσταση που
χωρίζει τις ηγεσίες ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ και τους εργαζόμενους. Οι συνδικαλιστικές
ηγεσίες απαξιωμένες, μικρότερες από τις απαιτήσεις των καιρών,
φιλοκυβερνητικές, φιλοεργοδοτικές, ωστόσο η πρωτοβουλία των κινήσεων βρίσκεται
ακόμα στα χέρια τους, η προκήρυξη απεργιών μέσα στις οποίες καταλαμβάνουν
συνεχώς μικρότερο ρόλο και οι μεγάλες κινητοποιήσεις των τελευταίων 2,5 χρόνων
προκηρύχτηκαν από αυτές.
Αυτοί τις καλούν,
αλλά η πλειοψηφία των εργαζομένων που τους σιχαίνεται τις κάνει δικές του.
9. Η
προοπτική της κυβέρνησης οδηγεί τον ΣΥΡΙΖΑ να κινείται αντίθετα προς την ανάγκη
απελευθέρωσης των σωματείων από τα χρόνια δεσμά της αντιδραστικής
συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας του ΠΑΣΟΚ, ενσωματώνοντας τμήματά της. Παράλληλα
προωθεί την ένωση της ΑΔΕΔΥ με τη ΓΣΕΕ επιχειρώντας να δώσει ένα στίγμα
επανένωσης του εργατικού συνδικαλισμού σε αριστερή αγωνιστική κατεύθυνση.
Με μια πιο προσεκτική
ανάγνωση η πάγια κρίσης εκπροσώπησης, μεταξύ της πλειοψηφίας των εργαζομένων
και των συνδικαλιστικών ηγεσιών, επιχειρείται να επιλυθεί όχι μέσα από την
χειραφέτηση του αγωνιζόμενου εργατικού κινήματος που θα επιλέξει το ίδιο της
ηγεσίες του και θα διευρύνει τον αριθμό των συνδικαλισμένων εργαζομένων, αλλά
με την επανεμβάπτιση της συνδικαλιστικής ηγεσίας σε ένα ελαφρώς διαφορετικό
πολιτικό λόγο και απολύτως ίδια νοοτροπία κυβερνητικού ελέγχου και ταξικής
διαμεσολάβησης.
Η παραπάνω επιδίωξη
δεν αφορά την πλειοψηφία της βάσης της Αυτόνομης Παρέμβασης, ούτε είναι
καινούρια, η κορυφή της προέρχεται από ένα πλούσιο παρελθόν συνεργασίας με την
ΠΑΣΚΕ σε όλα τα επίπεδα.
10. Ο
Συντονισμός Πρωτοβάθμιων Σωματείων αποτελεί ελπιδοφόρο εγχείρημα, έχοντας σε
πολύ σύντομο χρονικό διάστημα αποδείξει ότι η συμβολή του στην προοπτική
αγωνιστικής πολιτικοποίησης του εργατικού κινήματος μπορεί να είναι
καθοριστική.
Η οργανωτική του
συγκρότηση και ανάπτυξη πρέπει να σεβαστεί τις διαδικασίες των Σωματείων και
τις κατακτημένες δομές του συνδικαλιστικού κινήματος περισσότερο από τις
πολιτικές ισορροπίες των οργανωμένων δυνάμεων που παρεμβαίνουν στο εσωτερικό
του.
Έχει σημασία όμως, η
άλλη άποψη που εκφράζει για την εργατική πάλη, να μπορεί να φτάνει και να
γειώνεται στην πλειοψηφία των εργαζομένων. Σε αυτή την κατεύθυνση μπορεί και
πρέπει να φέρει κοντά του όλους εκείνους τους εργαζόμενους που δεν έχουν
σωματεία ή που τα σωματεία τους κρατούν αποστάσεις από τον Συντονισμό.
Η
πολιτικο-συνδικαλιστική του κατεύθυνση έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία για τις
κρίσιμες μάχες του επόμενου διαστήματος απέναντι στις ισοπεδωτικές ρυθμίσεις
του Μνημονίου ΙΙΙ.
Η Λυδία Λίθος για την
εξέλιξη της ταξικής πάλης στην Ελλάδα και για την κατάκτηση μιας καλύτερης
θέσης για την κοινωνία και τους εργαζόμενους, είναι η συνέπεια σε μια γραμμή
ανατροπής των πολιτικών του μνημονίου, δηλαδή σε μια γραμμή εκούσιας και όχι
«ατυχηματικής» εξόδου της Ελλάδας από το € και την ΕΕ. Ο Συντονισμός
Πρωτοβάθμιων Σωματείων πρέπει να αποτελέσει φορέα συσπείρωσης όλων των
αντι-ΕΕ-€ εργαζομένων, ακόμα και αυτών που δεν αυτοπροσδιορίζονται εντός των
ορίων της αριστεράς,
Το αμέσως επόμενο
διάστημα θα κριθεί εάν το ταξικό εργατικό κινημα μπορεί να πρωτοστατήσει στο
φτιάξιμο επιτροπών βάσης εργαζομένων στους εργασιακούς χώρους, να δώσει τη μάχη
για την μαζική οργάνωση όλων των επινοικιαζόμενων, όλων των μεταναστών, όλων
των εργαζομένων χωρίς προϋποθέσεις στα συνδικάτα, να συμβάλει και να
πρωτοστατήσει στην ίδρυση νέων σωματείων εκεί όπου δεν υπάρχουν. Να ανοίξει το
μεγάλο ζήτημα της ΑΝΕΡΓΙΑΣ, να μπει μπροστά στην οργάνωση των ανέργων
επιδιώκοντας την οργάνωσή τους, όχι μόνο κατά σωματείο, αλλά και σε άλλα
επίπεδα, όπως γειτονιάς, τοπικά Ε.Κ. κλπ., συμβάλλοντας ταυτόχρονα στο άνοιγμα
των αγώνων για τα προβλήματα των ανέργων και την ανεργία.
Ο Συντονισμός
Πρωτοβάθμιων Σωματείων μπορεί και πρέπει να συνεχίσει να ακτινοβολεί στο ευρύτερο
συνδικαλιστικό κίνημα, κόντρα και σε αντίθεση με τις γραφειοκρατικές ηγεσίες
της ταξικής συνεργασίας, αλλά και μακριά από τις διαχωριστικές λογικές και τον
αποχωρητισμό του ΠΑΜΕ. Μπορεί και πρέπει να δώσει τη μάχη για την ενότητα της
εργατικής τάξης κόντρα στις λογικές διάσπασης, στην παραταξιοποίηση, τον
κυβερνητικό και εργοδοτικό συνδικαλισμό, τις λογικές της ανάθεσης, της αναμονής
λύσεων από τα πάνω, τις εκλογικές αυταπάτες.
Είναι ανάγκη να
προβάλλουμε και να δείξουμε στους εργαζόμενους έναν άλλο τρόπο λειτουργίας των
συνδικάτων, που είναι η συμμετοχή, η εξουσία των γενικών συνελεύσεων, οι αρχές
της εργατικής δημοκρατίας.
Κοντομάρης Σπύρος, μέλος ΔΣ ένωσης
εργαζομένων φυσικού αερίου αττικής
Κλάδης Διονύσης, μέλος ΔΣ ΣΤΕΒ
Μανωλόπουλος Γιάννης, μέλος ΔΣ ΣΤΕΒ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου